- βλέννα, τραχηλική
- Έκκριση που παράγεται από τον τράχηλο της μήτρας, αρκετά ορατή όταν πραγματοποιείται μια γυναικολογική εξέταση γύρω στη 14η μέρα του μηνιαίου κύκλου. Όταν δεν υπάρχει ωορρηξία, διαπιστώνονται χαρακτηριστικές αλλοιώσεις. Η εξέταση χρησιμεύει για τη διάγνωση της λειτουργικής κατάστασης των ωοθηκών και γίνεται με τη βοήθεια ενός λεπτού καθετήρα, που εισάγεται στην τραχηλική κοιλότητα της μήτρας.
Dictionary of Greek. 2013.